σομιές

σομιές
σομιές, ο και σομιέ, το
μέρος του κρεβατιού που πάνω του τοποθετείται το στρώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σομιές — και σουμιές, ο, Ν είδος μετάλλινου πλέγματος με ελατήρια, πάνω στο οποίο τοποθετείται το στρώμα τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sommier «στρώμα» (< λατ. sagma «σαμάρι»)] …   Dictionary of Greek

  • σουμιές — ο, Ν βλ. σομιές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”