- σομιές
- σομιές, ο και σομιέ, τομέρος του κρεβατιού που πάνω του τοποθετείται το στρώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.